δαφνόκλαδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαφνόκλαδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαφνόκλαδο τό, Α. Τανάγρ., Ἄγγελ. Ἐξολοθρ., 9 Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 122, 177 - Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ. δαφνόκλαρο Α. Βαλαωρ., Ἔργ. 2, 128, 207 - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. δάφνη καὶ κλαδί, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ κλαρί.
Σημασιολογία
Κλάδος δάφνης ἔνθ᾿ ἀν.: Περνᾷς καὶ εἰς τὰ δαφνόκλαδα, ποὺ στρώνονται εἰς τὸ βῆμα σου, σκύπτουν ἁλυσίδες σκλαβιˬᾶς σπασμένες Α. Τανάγρ., ἔνθ᾿ ἀν. || Ποιήμ. Τί χρησιμεύουν πιˬά ᾿ς ἐμέ, ᾿ς τὴν ἄχαρη ψυχή μου κιˬ Ἀσκληπιοῦ δαφνόκλαδα καὶ Ἑλικῶνος κρίνοι; Φ. Πανᾶς, ἔνθ᾿ ἀν., 177. Τότε μ᾿ ἕνα δαφνόκλαρο κ᾿ ἐγὼ θὰ νὰ στολίσω τὸ μαῦρο μου τὸ μέτωπο καὶ θά ᾿ρθω ᾿ς τὰ ποδάριˬα τοῦ θρόνου Σου μ᾿ ἀγράμπελες, μὲ κρίνους, μὲ βλαστάριˬα Α. Βαλαωρ., ἔνθ᾿ ἀν. 128. Ἐχτίσαμε, πατέρα μου, τὴ φτωχικὴ φωλιˬά μας, κ᾿ ἐκεῖθ᾿ ἐφύτρωσε ἡ μυρτιˬὰ καὶ τὰ δαφνόκλαρά μας Α. Βαλαωρ., ἔνθ᾿ ἀν., 207.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA