ἀτσούλιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσούλιστος
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
ἀτσούλιστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀτσό’στους Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τσουλιστὸς < τσουλίζω ἀμαρτ.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ καρποῦ, ὁ μὴ ριφθεὶς ἀπὸ τοῦ δένδρου. ὥστε νὰ κυλισθῇ κατὰ γῆς: Ἀτσόλιστα μῆλα. 2) Μεταφ ὁ μὴ ἐπιτιμηθείς, ὁ μὴ ἐπιπληχθείς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA