γυροστεφανάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυροστεφανάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυροστεφανάκι τό, ἐνιαχ. ᾿υροστεφανάκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γυροστέφανο.
Σημασιολογία
Μικρὸν γυροστέφανο, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν. : Ὤ, ποὺ νά ᾿ν᾿ ἡ εὐκή μου ᾿ς τὸ ᾿υροστεφανάκι dου! (εὐχὴ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἐβιˬάστη g᾿ εὐτὸς κ᾿ ἐπαdρεύτηκε, bοὺ νὰ κάτσουν οἱ διˬαόλοι ᾿ς τὸ ᾿υροστεφανάκι dου! (ἀρά). Συνών. στεφανάκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA