δαφνοκούκκουτσο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαφνοκούκκουτσο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαφνοκούκκουτσο τό, Ἄθ. Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) Πόντ. (Ἄμισ.) Σίφν. Σῦρ. Χίος – Κ. Θεοτόκ., Βιργ. Γεωργ., 10 – Λεξ. Βάιγ. Πόππλετ. Αἰν. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. 445 Δημητρ. δαφνουκούκκ᾿τσου Ἴμβρ. Λέσβ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) δαφνοκούρκουτσο Πελοπν. (Μανιάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. δάφνη καὶ κουκκούτσι. Ὁ τύπ. δαφνοκούρκουτσο δι᾿ ἀνάπτυξιν ρ μεταξὺ ὁμοήχων συλλαβῶν, βλ. Φ. Κουκουλ., Ἀθηνᾶ 29 (1917), Λεξικογρ. Ἀρχ., 86.
Σημασιολογία
Δαφνοκούκκι, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Θέ μου, νό μου ἕνα παιδάκι κιˬ ἂς εἶναι καὶ δαφνοκούρκουτσο! Πελοπν. (Μανιάκ.) Ἤτανε μιˬὰ γυναῖκα ποὺ δὲν εἶχε παιδιˬὰ καὶ παρακαλοῦσε τὸ θεὸ νὰ τὴν δώσῃ ἕνα παιδὶ κιˬ ἂς εἶναι μικρὸ σὰν τὸ δαφνοκούκκουτσο (ἐκ παραμυθ.) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA