δαφνόλαδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαφνόλαδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαφνόλαδο τό, Ἄνδρ. Ζάκ. Κρήτ. Πελοπν. (Γαργαλ.) Πόντ. (Ἄμισ.) – Λεξ. Περίδ. Βυζ. Πρω. Δημητρ. δαφνόλαδον Πόντ. δαφνόλαδο Εὔβ. (Στρόπον.) Μακεδ. (Καταφύγ. Σταυρ.) Προπ. (Πέραμ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) δαφνόλαο Κῶς κ.ἀ. δαφινόλαδο Πελοπν.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. δάφνη καὶ λάδι. Ἡ λ. καὶ εἰς Δουκ.
Σημασιολογία
Ἔλαιον λαμβανόμενον ἐκ τῆς συνθλίψεως τῶν καρπῶν τῆς Δάφνης τῆς εὐγενοῦς, χρησιμοποιούμενον συνήθως ἐν τῇ φαρμακευτικῇ ἔνθ᾿ ἀν.: Ἅμα πονοῦν dὰ μωρὰ τὴν τζοιλλιˬάν dως, τρίβουν dα δαφνόλαον τζαὶ περνᾷ τως Κῶς. Τοὺ δαφνόλαδου κά᾿ γιˬὰ τὰ μαλλιˬὰ Μακεδ. (Σταυρ.) Καραμπάσι καὶ δαφνόλαδο! (συνήθης κραυγὴ τῶν πωλούντων αὐτὸ) Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA