ἀτσούμιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσούμιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτσούμιστος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.) ἀτσούμιχτος Πόντ. (Κερασ.) ἀτσούμιγος Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τσουμιστὸς < τσουμίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ πιεσθεὶς ὥστε νὰ ἐκχυθῇ ὁ ζωμός του εἴτε ἄλλο ὑγρὸν περιεχόμενον ἐν αὐτῷ: Λώματα ἀτσούμιχτα. Συνών. *ἀμούκριˬωτος, ἄστυφτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA