γυρουλάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρουλάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυρουλάκι τό, Κρήτ. γυρουλ-λd άτσι Κῶς. γυρουλ-λάτι Κῶς Λέρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυρούλι.
Σημασιολογία
1) Πολὺ μικρὸς κύκλος Κῶς Λέρ. κ.ἀ. : Τὸ ὄμικρον εἶναιν ἕναγ - γυρουλ-λdάτι Κῶς. Φορεῖ μαῦροφ - φουστάνιν τ᾿ ἔει πάνω ἄσπρα γυρουλ-λάτιˬα αὐτόθ. 2) Μικρὰ περιφορά, μικρὸς περίπατος Κρήτ. : Ἤκαμε ᾿να γυρουλάκι ᾿ς τὸ χωριˬό. Διὰ τὴν σημ. πβ. γῦρος 8. 3) Ἡ ἄκρη ἀγροῦ Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.): Τὸ γυνὶ δὲ bιˬάνει᾿ς τὰ γυρουλάκιˬα καὶ μένουν ἀζευγάριστα 4) Τὸ ἀκραῖον τεμάχιον ἄρτου ἢ γλυκύσματος Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) Ἡ λάλη μου δὲ dρώει τὰ γυρουλάκιˬα γιˬατὶ δὲν ἔει ἀdόδιˬα (λάλη = γιαγιά, ἀdόδιˬα = δόντια) Συνών. ἄκρα 5, ρούκουνας, τσουνί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA