ἀτσούπι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσούπι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀτσούπι τό, Ἰθάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων.) ἀτσούπ’ Λευκ Στερελλ. (Ἀκαρκαν.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἀετόμορφον μέρος τῆς στέγης τῆς οἰκίας Κεφαλλ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Στερελλ. (Ἀκαρναν.) 2) Ὁ ἄνευ παραθύρων πλάγιος τοῖχος τῆς οἰκίας Ἰθάκ.: Τὸ σπίτι ἔχει γιˬερὰ ἀτσούπιˬα. 3) Ἡ γωνία τῆς οἰκίας Λευκ. Πελοπν. (Λακων.): Κρύφτηκε ᾿ς τὸ ἀτσούπι Λάκων. Εἶναι πίσω ᾿ς τὸ ἀτσούπι κρυμμένος αὐτόθ. Συνών. ἀγκωνάρι 1,ἀγκωνὴ1. 4) Καμπὴ ὁδοῦ Λευκ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Μάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/