ἀτσούφιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσούφιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτσούφιστος ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τσουφιστὸς < τσουφίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ δι᾽ οὔρου βραχείς, ἰδίᾳ ἐπὶ τῶν ἐνδυμάτων τῶν νηπίων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/