γύφταρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γύφταρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γύφταρος ὁ, σύνηθ. γύφταρους Εὔβ. (Στρόπον. κ.ἀ.) Ἤπ. (Κουκούλ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ γύφτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μεγαλόσωμος γύφτος σύνηθ. : Τὸν εἶδες ἐκεῖνο τὸ γύφταρο, ποὺ γυρίζει τὶς γειτονιˬὲς μὲ μιˬὰ μαιˬμοῦ; σύνηθ. || ᾎσμ. Ψόφησε ἕνας γύφταρος κ᾿ ἡ γύφτισσα τὸν κλαίει. - Ἐσὺ ψόφησες, γύφταρε, κ᾿ ἐμένα ποῦ μ᾿ ἀφίνεις; Στερελλ. (Παρνασσ.) 2) Μεταφ., ὁ λίαν ρυπαρός, ὁ ἔχων ὄψιν ἐντόνως μελαχρινὴν σύνηθ.: Ἕναι, μωρ᾿, γύφταρος σωστὸς ᾿ς τὴ μαυρίλα! Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἔναι ὁ γύφταρος οὕλο κοράτσα ᾿ς τὸ σβέρκο του (κοράτσα= ρύπος) αὐτόθ. 2) Μεταφ., ὁ φαῦλος, ὁ ποταπὸς σύνηθ. : Μεγάλος γύφταρος εἶναι ὁ φίλος σου, κουκκούτσι εὐγένεια δὲν ἔχει πάνω του! σύνηθ. Εἶδις ἰκεῖ οὑ γύφταρους πῶς τὰ κατάιφιρι ! Ἤπ. ( Κουκούλ.) Νὰ χαθῇς, γύφταρε! Πελοπν. (Τριφυλ.) Ἂ ρὲ γύφταρε! Εὔβ. (Βρύσ.) Συνών. χωριˬάταρος. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γύφταρος καὶ ὡς παρων. Σκίαθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA