δαφνοπούλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαφνοπούλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαφνοπούλα ἡ, Ἤπ. (Ἰωάνν. Μαργαρίτ.) Θεσσ. (Τρίκερ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) – Γ. Βλαχογιάνν., Μεγάλ. Χρόν., 18.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάφνη καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. –πούλα.

Σημασιολογία

Τὸ μικρόν, τὸ νεαρὸν δένδρον δάφνης, θωπευτ. ἔνθ᾿ ἀν.: Στάθηκε ὁ χορὸς μονάχα ἀπὸ κορίτσια μὲ τὰ κορμιὰ τὰ λυγερὰ σὰ δαφνοποῦλες πρωτοστόλιστες Γ. Βλαχογιάνν. ἔνθ᾿ ἀν. || ᾌσμ. Ποτίζει δέντρα καὶ κλαριˬά, δάφνες καὶ δαφνοποῦλες Ἰωάνν. Οὕλις οἱ δάφνις, δάφνις οὕλις οἱ δαφνοποῦλις Τρίκερ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/