ἀτυλιγάδιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτυλιγάδιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτυλιγάδιˬαστος ἐπίθ. πολλαχ ἀτ’λιγάδιˬαστους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ καὶ τοῦ ἐπιθ. *τυλιγαδιˬαστὸς < τυλιγαδιˬάζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ περιτυλιγμένος εἰς τὸ τυλιγάδι, ἐπὶ νήματος ἕνθ’ ἄν.: Γνέμα ἀτυλιγάδιαστο Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/