γύφτικα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γύφτικα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Εππίρημα
Τυπολογία
γύφτικα ἐπίρρ. κοιν. γιˬούφτικα Μακεδ. (Βογατσ. Γήλοφ. κ.ἀ.) γύφτ᾿κα Εὔβ. (Στρόπον.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γύφτικος.
Σημασιολογία
Κατὰ τὸν τρόπον τῶν γύφτων, Ἀθιγγάνων, γλίσχρως, φαύλως κοιν.: Αὐτοὶ ζοῦνε γύφτικα Κεφαλλ. Φουνάεις γύφτ᾿κα (ὡς γύφτος) Εὔβ. (Στρόπον.) || Παροιμ. Ἀρχουντ᾿κὰ τὰ πράζουμι κὶ γιˬούφτικα πιρνοῦμι (ἐπὶ τῶν περιφερομένων δημοσίᾳ μὲν κατὰ τρόπον πλούσιον, κατ᾿ ἰδίαν δὲ διαγόντων μὲ λιτότητα) Μακεδ. (Βογατσ.) Ἀρχοντιὰ τὸ κράζομε καὶ γύφτικα περνοῦμε (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ν. Πολίτ., Παροιμ. 2, 526.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA