δαφνόσπαρτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαφνόσπαρτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δαφνόσπαρτος ἐπιθ. Σ. Σκίπ., Ἀπολλών. ᾆσμ., 89 Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 331.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. δαφνοσπέρνω.

Σημασιολογία

Τόπος κατάφυτος ἀπὸ δάφνας ἔνθ᾿ ἀν.: Ποιήμ.: Καί γεμᾶτο τὸ κύπελλο δῶσε μου, σὰ γυρίσῃς, νερὸ ἀπ᾿ τὴν ἀρχαία τὴν πηγή, ποὺ ἀναβρύζει ᾿ς τὰ ἀθάνατα καί δαφνόσπαρτα πλάγιˬα τοῦ Πίνδου Σ. Σκίπ. ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/