ἀτυράννευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτυράννευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτυράννευτος ἐπίθ. Πελοπν (Κορινθ.)-Λεξ. Ἐλευθερουδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τυραννευτὸς < τυραννεύω.

Σημασιολογία

1) Ἀτυράννητος 1,ὅ ἰδ., Λεξ. Ἐλευθερουδ. 2) Ἀτυράννητος 2, ὃ ἰδ., Πελοπν. (Κορινθ.): Ζωὴ ἀτυράννευτη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/