ἀτυράννητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτυράννητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτυράννητος ἐπίθ. Κρήτ. κ.ἀ. ἀτυράννιστος Κρήτ. κ.ἀ.- Λεξ. Ἐλευθερουδ. Λεξ. Δημητρ. ἀτυρννιστος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀτυράγνιστος Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀτυράννιγος Λεξ. Δημητρ. ἄτυρννιγος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀτυράγνητος Βιθυν. Ἤπ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.-Λεξ. Ἐλευθερουδ. ἀτουράχνητος Εὔβ.(Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀτυράννητος. Ὁ τύπος ἀτυράννιστος ἐκ τοῦ τυραννίζω παρὰ τὸ τυραννῶ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ταλαιπωροῦμενος ἢ ὁ μὴ ταλαιπωρηθείς, ὁ διάγων βίον ἀτάραχον, ἄνευ δοκιμασιῶν ἢ περιπετειῶν ἔνθ’ ἄν.! Ἄτυράννιστος ἀπὸ τὰ παιδιˬάτικα ὥς τὰ γεροντικά του χρόνια Λεξ. Δημ. Ἀτυράγνητο κορμὶ Βιθυν. Ζωὴ ἀτουράχνητη Εὔβ. (Κονίστρ.) Μιˬά μέρα ἀτυράγνητη δὲν πέρασα, ὅλο μὲ τυραννᾶνε τοῦτα τὰ παιδία Πελοπν. (Μάν.) Ἀτὸ τὸ παιδὶν την μάνναν ἀθε ’κ’ φιν’ ἀτυρννιστον Ποντ (Τραπ.) 2) Ὁ μὴ προξενῶν μεγάλας ἐνοχλήσεις καὶ ταλαιπωρίας ἢ ὁ μὴ ἔχων βασάνους καὶ ταλαιπωρίας Λεξ. Δημητρ.: Ἀτυράννιστη ἀρρώστια-δουλε͜ιά. Ἀτυράννιστο ταξίδι. Συνών ἀτυράννευτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA