δαφνούλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαφνούλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαφνούλα ἡ, Πελοπν. (Βραχν. Γαργαλ. Μαντίν.) κ.ἀ. – Α. Βαλαωρ., Ἔργα 3,3 Γ. Σουρῆ, Ἅπαντ. 2, 282 Σ. Περεσιάδ., Ἐσμέ, 34 Ε. Στρατουδ., Κρητικ. Ἐμπνεύσ., 64 Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ.2 157 Ἀσάλ. Ζωή, 298 - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. δάφνη διὰ τῆς καταλ. – ούλα.
Σημασιολογία
1) Ἡ μικρὰ δάφνη (Laurus nobilis) Πελοπν. (Γαργαλ.) κ.ἀ. – Γ. Σουρῆ, ἔνθ᾿ ἀν.: Ἔχω μνιˬὰ δαφνούλα ᾿ς τὸ περβόλι Γαργαλ. || Ποιήμ. Κοντὰ σὲ κἄπο͜ιαν ἐκκλησιˬά, χωριˬοῦ προσκυνητάρι, χλωρὴ δαφνούλα φύτρωσε νὰ στεφανώσῃ τώρα μιˬὰ σκλάβα μαυροφόρα Γ. Σουρῆ, ἔνθ᾿ ἀν. τὰ χέριˬα μου μυρίζουν ἀκόμα ρόδα καὶ μυρτιˬὲς καὶ κρίνους καὶ δαφνοῦλες Α. Βαλαωρ., ἔνθ᾿ ἀν. Τὸ φῶς αὐτὸ ὅπου δὲ χάνεται, δὲ σβήνει, πέσε δαφνούλα τοῦ Μαρτιˬοῦ ᾿ς τοῦ ὕπνου τὴ γαλήνη Σ. Στρατουδ., ἔνθ᾿ ἀν. Κ᾿ ἡ βελανιδιˬὰ κιˬ ὁ μεγάλος κιˬ ὁ νερόχαρος λωτὸς καὶ οἱ μυρτοῦλες καὶ οἱ δαφνοῦλες κιˬ ὁ παντοῦ συρτὸς κισσὸς Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ.2, ἔνθ᾿ ἀν. 2) Ἡ μικρὰ πικροδάφνη Πελοπν. (Βραχν. Μαντίν.) – Σ. Περεσιάδ. ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Οὕλες φιλὶ μοῦ δῶσαν καὶ δὲν τὸ μετανο͜ιῶσαν, μὰ μιˬὰ μικρὴ δαφνούλα μοῦ ᾿κάψε τὴν καρδούλα Βραχν. || Ποίημ. Μὰ μιὰ μικρὴ δαφνούλα, μοῦ ᾿καψε τὴν καρδούλα ᾿κείνη φιλὶ δὲν δίνει, πολὺ καηˬμὸ μ᾿ ἀφίνει Σ. Περεσιάδ., ἔνθ᾿ ἀν. 3) Τὸ φυτὸν Βίγκα ἡ ροδίνη (Vinca rosea) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀποκυνωδῶν) (Apocynaceae) Πελοπν. (Γαργαλ.): Ἐφύτεψα τὶς γλάστρες μὲ δαφνοῦλες καὶ ἄλλα μυριστικὰ (= εὔοσμα φυτά). Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Δαφνούλα καὶ ὡς κύριον ὄν. Θρᾴκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βόιον Κοζ.) – Δ. Ταγκοπ., Μητέρ., 29 καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν αὐτὸν τύπ. Πελοπν. (Τριφυλ.) καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. Δαφνοῦλες Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA