ἀτυχίλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτυχίλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀτυχίλα ἡ, ἀμάρτ. ἀτ’χίλα Στερελλ (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄτυχος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίλα, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 247.

Σημασιολογία

1) Δυσάρεστος ὀσμή: Μυρίζ' ἀτ’χίλας τοὺ χῶμα, ἅμα εἶνι νεˬουσκαμμένου. 2) Δυσθυμία, ἄηδία: Μὄρχιτι ἀτ’χίλας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/