αὐγάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐγάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
αὐγάζω Καππ. (Σινασσ.) Πάρ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. ’βγάζω Καππ. (Φάρασ.) ’φκάζω Καππ. Παρατ. εὔγασκεν Καππ. (Φάρασ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. αὐγάζω.
Σημασιολογία
1)Ἀκτινοβολῶ, λάμπω ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ὁ ἥλιˬος ἐβασίλεψε καὶ τὸ φεγγάρ’ αὐγάζει, ποι͜ὸς ἔχει πόνο ’ς τὴν καρδιˬὰ καὶ δὲν ἀναστενάζει! Λακων. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστραποκοπῶ. 2)Ἀνατέλλω Καππ. (Φάρασ.): ’Βγάζει ὁ ἥλιˬος. Ὁ φέγγος εὔγασκεν. 3)Ἀπροσ. εἶναι αὐγή, ξημερώνει Καππ. (Σινασσ.) Συνών. ἀποδιˬαφωτίζω, ἀσπρίζω Β4, αὐγίζω 2, ξημερώνω, χαράζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA