δαχτυλάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαχτυλάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαχτυλάρι τό, ἀμάρτ. δαχ᾿λάρ᾿ Θεσσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάχτυλο καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. – άρι. Διὰ τὸν τύπ. δαχ᾿λάρ᾿ βλ. Α. Τζαρτζάν., Θεσσαλ. διάλ., 67.
Σημασιολογία
Εἶδος δερματίνης ἐπιμήκους δακτυλήθρας, τὴν ὁποίαν ἐφαρμόζουν οἱ θερισταὶ κατὰ τὸν θερισμὸν εἰς τὸν τέταρτον δάκτυλον τῆς ἀριστερᾶς χειρός. Συνών. παλαμαριˬά, χεροδάχτυλο, χερόχτι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA