γυφτολασιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτολασιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυφτολασιˬὰ ἡ, Λεξ. Δημητρ. γυφτολαὰ Στερελλ. (Δωρ. Εὐρυταν. Καρπεν. Φθιῶτ. Φωκ.) γυφτολασὰ Στερελλ. (Φθιῶτ.) Λεξ. Δημητρ. γυφτολασιˬὸ τό, Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυφτολάσι.
Σημασιολογία
1) Πλῆθος γύφτων ἔνθ᾿ ἀν. : Πλάκουσι ἡ γυφτουλασὰ Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) 2) Μεταφ., ἡ ἀκάθαρτος καὶ ἀκατάστατος οἰκογένεια Στερελλ. (Καρπεν. Φθιῶτ. Φωκ.) Συνών. γυφτομάνι 2. 3) Μεταφ., ὁ συμπεριφερόμενος ὡς γύφτος, ὀχληρός, σιχαμερὸς Στερελλ. (Φθιῶτ.): Εἶσι γυφτουλασὰ σαπέρα! (ὕβρις).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA