δάχτυλας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δάχτυλας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δάχτυλας ὁ, Ἀθῆν. Ἀμοργ. Ἄνδρ. Ἀστυπ. Δονοῦσ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἡράκλ. Θήρ. Ἰκαρ. Ἴος Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. (Κατσιδ. Κισ. Κυδων. Νεάπ. Πεδιάδ. Σέλιν. Σητ. κ.ἀ.) Κύνθ. Κῶς (Καρδάμ. κ.ἀ.) Λειψ. Μύκ. Νάξ. (Κωμιακ. Φιλότ.) Νίσυρ. Πάρ. (Λεύκ.) Ρόδ. Σίκιν. Σίφν. Σύμ. Σχινοῦσ. Τῆλ. Τῆν. (Σμαρδάκ.) Φολέγ. – Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. Π. Βλαστ. 385 δάχτυας Νάξ. (Ἀπύρανθ.) δάχτ᾿λας Ἄνδρ. (Κόρθ.) Ἀντίπαρ. Θάσ. Λέσβ. (Πάμφιλ.) Λῆμν. (Πλάκ. κ.ἀ.) Πάρ. (Λεῦκ.) Σκῦρ. Τένεδ. Τῆν. βάχτυλας Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Ρόδ. Κάσ. γάχτυλας Ρόδ. ᾿άχτυλας Κάρπ. Κάσ. δάχ᾿λας Μακεδ. (Ἅγιος Νικόλ.) δάχτυουας Νάξ. (Φιλότ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαχτύλι διὰ τῆς καταλ. – ας ὑπὸ τύπ. μεγεθυντ. Βλ. Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 2, 3. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀντίχειρ καὶ κατ᾿ ἐπέκτ. κατ᾿ ἐπέκτ. ὁ μεγάλος δάκτυλος τοῦ ποδὸς Ἀμοργ. Ἄνδρ. (Κόρθ. κ.ἀ.) Ἀντίπαρ. Ἀστυπ. Δονοῦσ. Ἡράκλ. Θάσ. Θήρ. Ἰκαρ. Ἴος Κάλυμν. Κάρπ. (Ἀπέρ. Ἔλυμπ.) Κάσ. Κρήτ. (Κατσιδ. Κίσ. Κυδων. Νεάπ. Πεδιάδ. Σέλιν. Σητ. κ.ἀ.) Κύνθ. Κῶς (Καρδάμ. κ.ἀ.) Λειψ. Λέσβ. (Πάμφιλ.) Λῆμν. (Πλάκ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἅγιος Νικόλ.) Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κωμ. Φιλότ.) Νίσυρ. Πάρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.) Ρόδ. Σίκινχῦσ. Σκῦρ. Σύμ. Σχινοῦσ. Τένεδ. Τῆλ. Φολέγ. – Λεξ. Βάιγ. Π. Βλαστ., 385 Δημητρ.: Ὁ δάχτυλας τσῆ ζερβῆς μου χέρας πονεῖ Σητ. Ἀλ-λdουνοῦ (ἦτο) ἡ μύτ-θη κομ-μένη, ἀλ-λdουνοῦ τ᾿ ἀφτὶ κομ-μένο, ἀλ-λdουνοῦ ὁ δάχτυλάς του τοῦ ποδγιˬοῦ κομ-μένος (ἐκ παραμυθ.) Κάσ. Τὸ δάχτυά μου ᾿κοψα μ᾿ ἕνα μαχαίρι Ἀπύρανθ. Πονεῖ με ὁ δάχτυλας τοῦ ποδgιˬοῦ μου Καρδάμ. Τρύπησα τόδ δάχτυλάμ μου ᾿πὸ τήβ βολόνα ντζ᾿ ἐπρήστη Κῶς Μοῦ φαλάγγωσε τὸ δάχτυλα Πάρ. Ἔπιξα μιˬὰ μὶ τ᾿ σκούλα ᾿ς τοὺν δάχτ᾿λα κὶ τοὺν ἔσπασα (ἔπιξα= ἔπαιξα, κτύπησα· σκούλα= τὸ πίσω μέρος τοῦ σκεπαρνιοῦ) Πλάκ. || Παροιμ. Δάχτυλά μου βρωμεσμένε | δάχτυλάς μου ᾿σαι καηˬμένε (ἐπὶ τοῦ κατ᾿ ἀνάγκην στέργοντος τὰ οἰκεῖα καὶ κακὰ ὄντα) Νεάπ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Συνών. εἰς λ. δαχτυλομάννα. β) Γενικῶς ὁ δάκτυλος τῆς χειρὸς ἢ τοῦ ποδὸς Ἄνδρ. Ἴος Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. Τῆν (Σμαρδάκ.): Ἂν εἶσαι ὁ ἀερφός μου ὁ Πικρὺ Γιˬαν-νάκης, μgιˬάσ᾿ τὶς βαχτύλους σου καὶ πετάξου μέσα Κάσ. 2) Δερμάτινον περίβλημα τῆς κάτω φάλαγγος τοῦ μεγάλου δακτύλου, δι᾿ οὗ προφυλάσσεται ὁ ὑποδηματιποιὸς ἀπὸ τὴν φαλτσέταν ἢ τὸν σπάγγον Ἀθῆν. Εὔβ. (Καρύστ.): Δὲν ἔχω δάχτυλα καὶ μοῦ κόβει τὸ χέρι ὁ σπάγγος Κάρυστ. 3) Τὸ θαλάσσιον μαλάκιον Σωλήν ὀ σωληνοειδὴς (Solen vagina) τῆς οἰκογ. τῶν Σωληνιδῶν (Solenidae), ὁ δάκτυλος τῶν Ἀρχαίων Ἀστυπ. Σύμ. Συνών. δαχτύλι 3, δάχτυλο 10, σωλῆνας. 4) Σιδηροῦν ἐργαλεῖον ἐστηριγμένον ὑπὸ τὸ ἄκρον ἄξονος πρὸς περιστροφὴν Κάρπ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Δάχτυας καὶ ὡς παρων. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA