αὔγισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὔγισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

αὔγισμα τό, Πόντ. (Οἰν.) αὔγισμαν Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. αὐγίζω.

Σημασιολογία

Λεύκανσις, κάθαρσις, ἀπόπλυσις ἔνθ’ ἀν.: Τ’ αὔγισμαν τῆ λωματί’-τῆ κευί’ κττ. (τοῦ ἐνδύματος, τοῦ σκεύους).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/