δαχτύλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαχτύλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαχτύλι τό, δακτύλιν Κύπρ. δαχτύλιν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) δαχτύι σύνηθ. καὶ Καππ. (Φάρασ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἰνεπ.) δαχτύ᾿ πολλαχ. βορ. ἰδιώμ. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Μαλακ. Σινασσ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ.) δαχκύ᾿ Λέσβ. δαχτύλ᾿ Καππ. (Μαλακ. Σινασσ. κ.ἀ.) dαχτύλ᾿ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) βαχτύλι Ρόδ. Χάλκ. γαχτύλι Κάλυμν. Κάσ. Κῶς Ρόδ. Σύμ κ.ἀ. λαχτύλι Καππ. λαχτύλ᾿ Καππ. (Ἀνακ. Μαλακ. Σινασσ.) λαχτύρι Λυκαον. (Σίλ.) ᾿ακτύλιν Κύπρ. ᾿αχτύλι Κάρπ. Κάσ. Πληθ. δαχτύλλιˬα Κῶς Λέρ. Ρόδ. κ.ἀ. δαχτύλτιˬα Κῶς Ρόδ. δαχτύλτζα Ἀστυπ. δαχτύλ Καππ. (Φάρασ. κ.ἀ.) Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βυζαντ. οὐσ. δακτύλιν. Βλ. Πρόδρομ. 1, 51 (ἔκδ. Hesseling – Pernot, 31) «οὐκ εἶδα εἰς τὸ δακτύλιν μου κρικέλιν δακτυλίδιν». Πβ. Μαχαιρ. (ἔκδ. R. Dawkins 1, 22) «ἂν θέλῃς νὰ μολογήσῃς ἕναν μόνον θεὸν καὶ τὸν Μαχομέτην τὸν Προφήτην καὶ νὰ ψηλώσῃς τὸ δακτύλιν σου, τότε θέλω σε κρατήσειν διὰ ἀκριβόν μου φίλον» καὶ Βουστρών. (ἔκδ. Κ. Σάθα, Μεσν. Βιβλ. 2, 518) «ἐφόρεν ἕναν δαχτυλίδιν καὶ ἔσυρα νὰ τὸ ἐβγάλω ἀπὲ τὸ χέριν του καὶ δὲν ἠμπόρεσα καὶ ἔκοψα τὸ δακτύλιν του». Διὰ τοὺς ἐκ Καππ. τύπ. βλ. R. Dawkins, Modern greek in Asia Minor, 595. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ τι εἰς τσί βλ. Ἀγ. Τσοπανάκη, Τὸ Σιατιστικὸν ἰδίωμα, Μακεδονικὰ 2 (1941-52), 75-276.
Σημασιολογία
1) Ὁ δάκτυλος χειρὸς ἢ ποδὸς πολλαχ. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Γούρτον. Σινασσ. Φάρασ. κ.ἀ.) Λυκαον. (Σίλ.) Πόντ. (Ἰνέπ. Οἰν. κ.ἀ.): Ἔπεσε μιˬὰ πέτρα τσαὶ μοῦ ᾿σπασένε τὰ δαχτύλιˬα τοῦ ποδαριοῦ μου Κύθν. Τὰ δαχτύλιˬα μου εἶναι μουδιˬασμένα Σῦρ. Ἂ μοῦ ᾿κουεν ἐμένα, ᾿θελε τόνε δέχτουνε μὲ τὸ δαχτύλι οἱ ἀθρῶποι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Κουτούλ᾿σα καὶ πραγιˬοῦ μ᾿ τὸ δαχτυλ᾿ ξέβη καὶ πονῶ ἄσκημα (ἐσκόνταψα καὶ ὁ δάκτυλος τοῦ ποδιοῦ μου ἐβγῆκε καὶ πονῶ ἄσχημα) Ἀραβάν. Γούρτον. Τοὺν πουνοῦν τὰ δαχτύλιˬα τ᾿ Θρᾴκ. Ηὗρε ἀνθρώπου έρι μὲ πέντε δαχτύλ Πόντ. Κάτεπ᾿ ᾿ς τὰ λαχτύλε σου ᾿πὸ ᾿πουκάτου, νὰ μὴν τσακώσῃ ὁ τσουφλᾶς (εἰπέ τα συνθήματικὰ, νὰ μὴν καταλάβῃ ὁ δημόσιος ὑπάλληλος) Φάρασ. ᾿Πόψε νὰ βάλῃς τὴν gουφὴν πά᾿ ᾿ς τὸμ μανdάλιν dῆς πόρτας. Ἅμα μπήξῃ τὸ δακτύλιν του ν᾿ ἀνοίξῃ, νὰ τοῦ κρούσῃ κουφὴ (κουφὴ = ἔχιδνα, νὰ τοῦ κρούσῃ= νὰ τὸν δαμάσῃ· ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. Ν᾿ ἁγιˬάσουνε τὰ δαχτύλιˬα, ποὺ μὲ χτυπήσανε Γ. Ψυχάρ., Τὰ δύο ἀδέρφ., 338 || Φρ. Νὰ τρῶς καὶ νὰ γλείφῃς τὰ δαχτύλιˬα σου! (ἐπὶ εὐγεύστου ἐδέσματος) πολλαχ. Δὲ βυζαίνω τὸ δαχτύλι μ᾿! (δὲν ἔχω τὴν ἀντίληψιν βρέφους, ἀντιλαμβάνομαι) Προπ. (Ἀρτ.) Ἡ φρ. πολλαχ. Τὸ δαχτύλι τὸν παίζει (ἐπὶ εὐπορίας) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Τ᾿ς βγάζ᾿ τ᾿ς παράδις μὶ τὰ δαχτύλιˬα (ἐπὶ φιλαργύρων) Λέσβ. Δυˬὸ δαχτύλιˬα ψωμὶ (πολὺ ὀλίγον) Νάξ. (Φιλότ.) Ψάλλε, παππᾶ! - Πονῶ τ᾿ ᾿ακτύλιμ - μου (ἐπὶ τῶν μὴ προθυμοποιουμένων νὰ πράξουν τι) Κύπρ. Νὰ καοῦ dὰ δαχτύλιˬα σου! (ἀρὰ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίκεται ἓνα δαχτύλ᾿ (σμικρύνεται ὅσον ἕνα δάκτυλον, συστέλλεται ἐξ ἐντροπῆς ἢ ἄλλης τινὸς ψυχολογικῆς αἰτίας) Καππ. || Παροιμ. Οὕλα τὰ δαχτύλιˬα δὲν εἶνι ᾿νοὺς λογιˬοῦ (ὑπάρχει πάντοτε διάκρισις ὡς πρὸς τὴν ἐκτίμησιν τῶν οἰκείων προσώπων) Λέσβ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ὅπο͜ιο δαχτύλι τσ᾿ ἂ᾿ σοῦ κόψουνε, γαῖμα θὲ ᾿νὰ βγάλῃ (ἡ ἀπώλεια οἱουδήποτε ἐκ τῶν ἡμετέρων εἶναι πάντοτε ὀδυνηρὰ) Ἴος. Πο͜ιὸς τρώει μέλι καὶ δὲ γλείφει τὰ δαχτύλιˬα dου; (ἐπὶ τῶν ἀναμειγνυομένων εἰς ὑποθέσεις καὶ καρπουμένων ἐξ αὐτῶν ὀφέλη) Κρήτ. (Πεδιάδ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Τὰ δαχτ᾿λι᾿διˬα κιˬ ἂν πέσ᾿ν, τὰ δαχτύλι᾿ ἀπουμέν᾿ν (οἱ ἱκανοί, καὶ ἂν ἀτυχήσουν, δὲν καταστρέφονται) Λέσβ. Ἁποὺ χώνεται πίσ᾿ ἀποὺ τὸ δαχτύλι dου, οὕλος φαίνεται (ὁ προσπαθῶν νὰ δικαιολογηθῇ, ἐπὶ ἀδικαιολογήτου σφάλματος, ἐκθέτει ἑαυτὸν περισσότερον) Κρήτ. || ᾎσμ. Ἔχεις δυˬὸ χεροπάλαμα, | ὅπου κεντοῦν τὸ μάλαμα, δαχτύλιˬα σὰν κοντύλιˬα | γιˬὰ τοῦ ἔρωτα παιχνίδιˬα Σκῦρ. Πιˬάσανε τὸ κουνόσκοινο χέριˬα μαλαματένιˬα, δαχτύλιˬα κοντυλόσυρτα καὶ νύχιˬα φιλντισένιˬα (κουνόσκοινο = τὸ σχοινίον τῆς αἰώρας) Μῆλ. Ἔχεις ἐλιˬά ᾿ς τὸ μάγουλο | βαμμένη μὲ τὸ κάρβουνο, δαχτύλιˬα σὰν ποτήριˬα, | τοῦ ἔρωτα παιχνίδιˬα Χίος. Μὴν τὴν φιλᾷς, ἐντρέπεται, μὴν τὴν τσιμπᾶς, φοβᾶται, μὴ σφίγγῃς τὰ δαχτύλια της, λιγνά ᾿ναι καὶ διπλοῦνται Καππ. Βγάνει τὰ δαχτυλίδιˬα dου, | πὸ ᾿φόρε͜ιε ᾿ς τὰ δαχτύλιˬα dου, βγάνει καὶ τ᾿ ἄρματά dου | καὶ δὲ dὰ πονεῖ καρδιˬά dου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἀφέdη μου παππᾶ, τὰ πέdε σου δαχτύλιˬα, ἀτζέλοι τὰ ζητήσανε, νὰ κάνουνε κοdύλιˬα (ἐκ μοιρολ.) Θήρ. (Οἴα). Μὴ σφίνgῃς τὰ δαχτύλτιˬα μου, | ταὶ σποῦν dὰ δαχτυλίδτα μου Ρόδ. 2) Ἕκαστον ἐκ τῶν τμημάτων, εἰς τὰ ὁποῖα χωρίζεται διὰ σφικτοῦ δεσίματος τὸ ἐκ τοῦ λεπτοῦ ἐντέρου χοίρου παρασκευαζόμενον λουκάνικον Ἄνδρ. Σῦρ. κ.ἀ. 3) Τὸ θαλάσσιον μαλάκιον Σωλὴν ὁ σωληνοειδὴς (Solen vagina) τῆς οἰκογ. τῶν Σωληνιδῶν (Solenidae), ὁ δάκτυλος τῶν Ἀρχαίων Ἤπ. Πάρ. κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. Συνών. δαχτύλας 3, δάχτυλο 10, σωλῆνας. 4) Μονὰς μήκους ἴση πρὸς τὰ 3/4 τῆς ἴντσας Κύπρ. 5) Τὸ πάχος δακτύλου ὡς μονὰς μέτρου τῶν βοσκῶν καὶ τῶν γεωργῶν Κύπρ. 6) Εἶδος σταφυλῆς Ἰων. (Ἀλάτσατ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA