αὐγὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐγὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αὐγὸς ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Σάντ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. αὐγή. Διὰ τὸν σχηματισμὸν καθ’ ὃν καὶ κάστανο-καστανός, λιβάνι- λιβανός, μέλισσα-μελισσὸς κττ. ἰδ. ΙΒαλαβάν. ἐν Ἀρχ. Συλλ. Κοραῆ 183.
Σημασιολογία
Λαμπρός, λευκός, καθαρός: Αὐγὸν παννὶν Κερασ. || ᾎσμ. Τρί’ ἄστρα αὐγὰ εἶδα ψηλὰ ’ς τὰ ἐπουράν, τό ’ναν πολλὰ αὐγὸν ἔτον, ἐθάρ’να, κόρ’, ἐσὺ εἶσαι Πόντ. Τοῦ οὐδ. αὐγὸ συνών. αὐγιˬάριν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA