δαχτυλιδᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαχτυλιδᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δαχτυλιδᾶς ὁ, Κύθηρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) κ.ἀ. – Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. Δημητρ. δαχτ᾿λιδᾶς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαχτυλίδι. Ἡ λ. καὶ εἰς Βλάχ. καὶ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ κατασκευασὴς δακτυλιδίων Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) – Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. Δημητρ. 2) Ὁ παράμεσος δάκτυλος, ὁ φέρων συνήθως τὸ δακτυλίδιον Κύθηρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) – Λεξ. Δημητρ. Συνών. χρυσοδαχτυλιδᾶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA