δαχτυλιδένιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαχτυλιδένιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δαχτυλιδένιˬος ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαχτυλίδι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. – ένιˬος.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων τὸ σχῆμα δακτυλίου Πελοπν. (Γαργαλ.) κ.ἀ.: Ἔχει μιˬὰ κουλούρα ἀπὸ φελλὸ στρογγυλή, δαχτυλιδένιˬα, καὶ τήνε φορεῖ καὶ κολυμπάει Γαργαλ. β) Ἐπὶ ὀσφύος καὶ στόματος, ὁ οἰονεὶ τὴν καμπυλότητα τοῦ δακτυλίου καὶ τὴν μικρὰν αὐτοῦ διάμετρον ἔχων πολλαχ.: Δαχτυλιδένιˬα μέση-δαχτυλιδένιˬο στόμα πολλαχ. Ἦταν μιˬὰ νέα λεπτή, κομψὰ ντυμένη, μὲ πρόσωπο ὀβὰλ καὶ στόμα δαχτυλιδένιˬο Α. Τραυλαντ., Ν. Ἑστ. 20 (1936), 1345 || ᾌσμ. Μὲ προθυμία μεγάλη στέκω καὶ τὴν κοιτῶ, στόμα δαχτυλιδένιˬο, δυˬὸ λόγιˬα νὰ σοῦ πῶ Κέρκ. Ἄνοιξε τὰ χεράκιˬα σου καὶ σφιχταgάλιˬασέ με καὶ τὸ δαχτυλιδένιˬο σου στόμα καὶ φίλησέ με Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA