γυφτόρουγα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυφτόρουγα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυφτόρουγα ἡ, Πελοπν. (Γαργαλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ ρούγα.

Σημασιολογία

Συνοικία γύφτων καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν πτωχῶν χωρικῶν εἰς τὴν ὁποίαν ἐπικρατεῖ ἀκαταστασία: Μὴν περάσῃς ἀπὸ τὸν ἁι-Νικόλα· ἔν᾿ ἐκεῖ γυφτόρουγα ! Οὕλο καβγᾶδες στήνουνε. Συνών. γυφτομαχαλᾶς, γυφτοχώρι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γυφτόρουγα Πελοπν. (Χώρα Τριφυλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/