δαχτυλιδοπαίρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαχτυλιδοπαίρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δαχτυλιδοπαίρνω ἀμάρτ. ᾿αχτυλιοπαίρνω Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαχτυλίδι καὶ τοῦ ρ. παίρνω.

Σημασιολογία

Λαμβάνω δακτύλιον ἀρραβῶνα: ᾎσμ. Ἤπιˬασε κ-καὶ τὸ χέριμ-μου κ᾿ ἐγλυκοφίλησέτ-το κ᾿ ἐαχτυλιοώκαμε κ-κ᾿ ἐαχτυλιοπῆρα. Συνών. δαχτυλιδώνουμαι, διὰ τὸ ὁπ. βλ. δαχτυλιδώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/