δαχτυλιδόπετρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαχτυλιδόπετρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαχτυλιδόπετρα ἡ, κοιν. δαχτυλιόπετρα Κῶς Λέρ. Νίσυρ. Ρόδ. Τῆλ. κ.ἀ. βαχτυλιόπετρα Κάρπ. Κάσ. δαχτ᾿λιδόπετρα Τένεδ. δαχτ᾿λιδόπιτρα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) δαχ᾿λιδόπιτρα Θάσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. δαχτυλίδι καὶ πέτρα. Πβ. τὴν εἰς Σομ. λ. δαχτυλιδόπετρα.

Σημασιολογία

1) Δακτυλιόλιθος κοιν.: Τὸ δαχτυλίδι ποὺ τῆς χάρισε, ἔχει διαμαντένιˬα δαχτυλιδόπετρα. Δαχτυλιδόπετρα σκαλιστή - ἀσκάλιστη κοιν. Ἐτε͜ιὰ πού ᾿σκαβτε ᾿ς τὸ χωράφιν, ηὖρε μ-μιˬάδ-δαχτυλιόπετραν ἀνdίκα (= ἀρχαία) Κῶς. Ἔκαμε δαχτυλίδγιˬα κ᾿ ἔβαλὲν dως δαχτυλιόπετρες Νίσυρ. || ᾌσμ. Μαρgαριτάρι στροντυλὸν εἶναι ν-dὸ πρόσωπο σ-σου ταὶ δτυˬὸ δαχτυλιδόπετρες οἱ κόρες τῶ μ-ματιˬῶ σ-σου Ρόδ. Τῆλ. Σύρμα ᾿ναι, διˬαολόπιστη, οἱ τρίχες τῶ μ-μαλ-λιˬῶ σ-σου, χρουσὲς βαχτυλιόπετρες οἱ κόρες τῶ μ-μαδιˬῶ σ-σου Κάρπ. Ἄσπρη λαbάδα τῶφ Φωτῶ, βίτσα τῶν ἀρχοdάδω, χρυσῆ δαχτυλιδόπετρα τῶ νιˬῶ πραματευτάδω Κρήτ. β) Ὁ πολύτιμος λίθος Θάσ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. (Σφακ.) – Λεξ. Αἰν.: Φρ. Μουρὲ, δαχ᾿ λιδόπιτρα ἀπού ᾿ν᾿ κιˬ αὐτός! (ἐπὶ εὐφυῶν καὶ ἐπιτηδείων) Θάσ. Συνών. φρ. Εἶναι μιˬὰ ἀντίκα! εἶναι μιˬὰ μάρκα!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/