γλυκοπηγὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοπηγὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γλυκοπηγὴ ἡ, Ι. Πολέμ., ᾽Εξωτ., 63.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. πηγή.
Σημασιολογία
Ἡ οἱονεὶ γλυκεῖα πηγὴ, ἡ παρέχουσα γλυκὺ ὕδωρ: Ποίημ. Μὰ ἐγὼ τὸ πεῖσμα τους θὰ πνίξω καὶ πέρ’ ἀπ᾿ τὴ γλυκοπηγὴ βαθὺ λαγούμι θὲ ν’ ἀνοίξω νά ’ρχωνται κάτω ἀπὸ τὴ γῆ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA