γλυκοπιˬάνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοπιˬάνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοπιˬάνω Γ. Ψυχάρ., Ρωμαίικ. Θέατρ., 4 Ἁγν., 145. Μέσ. γλυκοπιˬάνομαι Κεφαλλ. (Κουβαλᾶτ. κ.ἀ.) -Χ. Χρηστοβασ., Ἑβδομ., 2, 475 γλυκοπιˬάνουμαι Λεξ. Βλαστ. 397 γλυκοπιˬάζομαι Κεφαλλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. πιˬάνω.

Σημασιολογία

1) ’Ενεργ., κολακεύω τινὰ διὰ λόγων καὶ τρόπων ἠπίων Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾽ ἀν.: Μπορεῖ μάλιστα νὰ γλυκοπιˬάνουνε καὶ νὰ χαιˬδοκολακεύουνε κάτι ξένους Γ. Ψυχάρ., Ρωμαίικ. Θέατρ., 4. Τὴ γλυκοπιˬάνουνε γιὰ τοὺς ἀχρείους τοὺς σκοπούς τους Γ. Ψυχάρ., Ἁγν., 145. Συνών. καλοπιˬάνω. 2) Μέσ., προσβάλλομαι ἀπὸ ἐπιληψίαν, σεληνιασμὸν Κεφαλλ. (Κουβαλᾶτ. κ.ἀ.) -Χ. Χρηστοβασ., ἔνθ᾽ ἀν. -Λεξ. Βλαστ. 397: Νὰ γλυκοπιˬαστῇ (ἀρὰ) Κεφαλλ. Ὁ ἄdρας της δὲ δουλεύει, γιˬατ’ εἶναι γλυκοπιˬασμένος Κουβαλᾶτ. Ἔπεσαν κάτω καὶ ἐκυλιˬόντανε σὰν γλυκοπιˬασμένος Χ. Χρηστοβασ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γλυκιˬάζω, γλυκοταράζω (ΙΙ), σεληνιˬάζομαι, ταράζομαι. 3) ᾽Ερεθίζομαι καθ’ ὑπερβολὴν, ἐξοργίζομαι, γίνομαι ἐκτὸς ἐμαυτοῦ Κεφαλλ. (Κουβαλᾶτ. κ.ἀ.): Γλυκοπιˬάστηκε ὁ Γεράσιμος, ὅdε μᾶς εἶδε Κουβαλᾶτ. β) Μετοχ., γλυκοπιασμένος, ὁ ἰδιότροπος, ὀξύθυμος, ἀπότομος τοὺς τρόπους Κεφαλλ. (Κουβαλᾶτ. κ.ἀ.): Γίνεται γλυκοπιˬασμένον, ὅτα μανιˬάζῃ ἀπ’ τὸ θυμό του Κουβαλᾶτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/