δαχτυλιδόστομος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαχτυλιδόστομος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δαχτυλιδόστομος ἐπίθ. Ζάκ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαχτυλιδόστομα.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων μικρὸν στόμα καὶ στρογγύλον ὡς δακτυλίδιον, κυρίως ἐπὶ γυναικῶν, ἔνθ᾿ ἀν.: ᾌσμ. Καλή σου νύχτα, μάτιˬα μου, καλή σου αὐγή, ψυχή μου, καλά σου ξημερώματα, δαχτυλιδόστομή μου! Ζάκ. Δὲν ἔχω ἰδοῦν τὰ μάτιˬα μου τέτο͜ια μαυροματοῦσα, τέτο͜ια δαχτυλιδόστομη καὶ γαιˬτανοφρυδοῦσα Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/