γλυκόπιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκόπιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκόπιˬασμα τό, Ζάκ Κεφαλλ. (’Αργοστόλ. Κουβαλᾶτ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλυκοπιˬάνω.
Σημασιολογία
1) Ἡ ὑπὸ τῆς ἐπιληψίας προσβολὴ ἔνθ᾽ ἀν. 2) Νευρικὴ κρίσις, ὑστερία Κεφαλλ. (’Αργοστόλ. Κουβαλᾶτ. κ.ἀ.): Τὴν ἔπιˬασε γλυκόπιˬασμα Ἀργοστόλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA