γλυκοπικρογίνομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοπικρογίνομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοπικρογίνομαι πολλαχ. γλυκοπικρογίνουμαι (’Αρκαδ. Γαργαλ. Μεσσην. Τριφυλ.)

Ετυμολογία

᾽Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκόπικρος καὶ τοῦ ρ. γίνομαι.

Σημασιολογία

Πάντοτε μετ᾿ οἰκειότητος καὶ εὐτραπέλως, ἐπὶ ἐρωτήσεως, διάγω εὐχαρίστως ἔνθ’ ἀν.: Τί μοῦ γλυκοπικρογίνεσαι; ᾽Αρκαδ. ’Αρχίνησε νὰ ρωτάῃ τὴν ἀδερφή του μὲ χαρά. Τί μοῦ γλυκοπικρογίνεσαι τσῆ λέει Τριφυλ. Συνών. γλυκογίνομαι. Συνών. φρ. Πῶς τὰ καλοπερνᾶτε;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/