γλυκόπικρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκόπικρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλυκόπικρος ἐπίθ. πολλαχ. γλυκύπικρος Ι. Δραγουμ., Σταμάτ., 25 Σ. Σκίπ., Προσφ. καημ., 9 Π. Νιρβαν., Λόγ. καὶ ἀντίλ., 58 Ι. Νερουλ., Κούρκ. ἁρπαγ., 29.
Ετυμολογία
’Εκ τῶν ἐπιθ. γλυκὸς καὶ πικρός.
Σημασιολογία
Ὁ γλυκύς ἅμα καὶ πικρός, δυσάρεστος, κυριολ. και μεταφ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τί θὰ πάρῃ ἡ δεσποινίς; ἐρώτησε μὲ γλυκόπικρο μειδίαμα τὴν νεοφερμένην ὁ τρίτος νέος Π. Νιρβάν., ἔνθ’ ἀν.: Ποιήμ. Κ’ ἔτσι περ’σσότερα σ’ ἀγάπησα, ὦ Ἀθήνα, τώρα ποὺ ἔχεις γίνει πιὸ σπλαχνικὴ καὶ πιὸ γλυκόπικρη ἀπ᾿ τὴν ἀνθρώπινην ὀδύνη, Σ. Σκίπ., ἔνθ’ ἀν. Καὶ κανταρίδες ἔλειπαν· δὲν ἦταν μήτε σκόνες· γλυκύπικροι, ξινάλμυροι, δυσώδεις κυκεῶνες Ι. Νερουλ., ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA