δαχτυλιδώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαχτυλιδώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δαχτυλιδώνω Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. (Σελίν. κ.ἀ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. Δανακ.) δαχτυλιδών-νω Κύπρ. δαχτυλιώνω Κάρπ. ᾿αχτυλιδώνω Κάρπ. ᾿αχτυλιώνω Κάρπ. Μετοχ. δαχτυλιωμένη Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαχτυλίδι.

Σημασιολογία

1) Θέτω δακτύλιον περὶ τὸν δάκτυλον Κύπρ. Ἡ μετοχ. δαχτυλίδωμένες, ἐπὶ δακτύλου, ὁ φέρων δακτύλιον Κύπρ. – Χ. Παλαίσ., Ἑλληνοβουλγ. πόλεμ., 8: Ποίημ. Ηὕρασιν ᾿φκιˬὰ τῶν γυναικῶν καὶ σκολαρικωμένα, δαχτύλιˬα ὁλοαίματα καὶ δαχτυλιδωμένα (᾿φκιˬὰ= ὦτα) Χ. Παλαίσ., ἔνθ᾿ ἀν. 2) Μνηστεύω, θέτω τὸν δακτύλιον ἀρραβῶνα Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἐδαχτυλίδωσέγε τὸ νιˬό dου μὲ τὴν Ἑλένη Κρήτ. Τὴν ἐδαχτυλιδώθηκε (ἐμνηστεύθη μετ᾿ αὐτῆς) αὐτόθ. || ᾎσμ. Κρουφὰ περιυρλιζουσι, κρουφὰ συναπατε͜ιῶτ-ται Κάρπ. Ἡ μετοχ. δαχτυλιωμένη= ἡ μεμνηστευμένη ἔνθ᾿ ἀν. 3) Λαμβάνω τὸ σχῆμα δακτυλίου, ἐπὶ τριχῶν κόμης καὶ μύστακος Νάξ. (Δανακ.): ᾎσμ. Δὲ ᾿ρέγομ᾿ ἀποπάνω σου ὡσὰν τὰ κατσαρά σου, ἁποὺ δαχτυλιδώνουνε ᾿ς τὰ καμαρόφρυδά σου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/