γλυκόπιˬοτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκόπιˬοτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλυκόπιˬοτος ἐπίθ. σύνηθ. γλυκόπιουτους βόρ. ἰδιώμ. γλυκόπχιˬουτους Ἤπ. γλυκόπχιˬους Μακεδ. (Βλάστ.) γλυκόποτος Κύπρ. Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Οἰν. Χαλδ.) -Ν. Πολίτ., Μελέτ. 2,271 -Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ πιˬοτό, οὐδέτ. τοῦ ἐπιθ. πιˬοτός. Ὁ τύπ. γλυκόποτος κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ λογίου οὐσ. ποτὸν-ποτό, ἤδη εἰς Λίβιστρ. καὶ Ροδαμν. Ν 31-33 (ἔκδ. Lambett, σ. 53).

Σημασιολογία

Ὁ κατὰ τὴν πόσιν γλυκύς τὴν γεῦσιν σύνηθ. καὶ Πόντ. (’Αμισ. Κερασ. Οἰν. Χαλδ.): Γλυκόπιˬοτο κρασὶ σύνηθ. Τὸ κρασί μου εἶναι γλυκόπιˬοτο καὶ τὸ πίνω μ’ ὄρεξη Πελοπν. (Γαργαλ.) Τοὺ κρασὶ εἶνι γλυκόπιˬουτου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Δὲν εἶνι γλυκόπιˬουτα οὕλα τὰ γιατρικὰ αὐτόθ. Ἀρέσκει μου τὸ κρασὶν τὸ γλυκόποτον, τὸ μαλακτὸμ παραπάνω ’ποὺ τὸ προῦσκον Κύπρ. ’Ατὸ τὸ κρασὶ γλυκόποτο ἔνι ᾿Αμισ. Γλυκόποτο νερὸ Οἰν. Εἶναι γλυκόπιˬοτο, δὲν εἶναι γιˬὰ μπεκρῆδες (ἐνν. τὸ κρασὶ) Εὔβ. (Βρύσ.) Μπορεῖ νὰ μὴ γίνῃ ὅλη ἡ ζάχαρή τους (τῶν κρασιῶν) σπίρτο, καὶ τότε θὰ μείνουν γλυκόπιˬοτα Κ. Σασινόπ., Κρασ., 171. || ᾌσμ. Νὰ πκῇς γλυκόποτογ κρασὶμ ποὺ πίν-νουν οἱ ’γουμένοι Κύπρ. Νὰ πκῇς γλυκόποτογ κρασὶν σὲ ’γείαν τοῦ ἀντροΰνου αὐτόθ. Τὸ γλυκόπιˬοτο κρασὶ | τὴν καρδοῦλα μου τὴ σε͜ιεῖ Πελοπν. (Γαργαλ.) || Ποίημ. ᾽Εμπρὸς τ᾿ ἅρματα κ᾽ ἐμπρὸς ἁρματοδρόμοι, κ’ ἑτοιμάστε τὸ γλυκόπιˬοτο κρασὶ Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ.2, 111. Εἶναι γλυκόπιˬοτο κρασί, φέρε χρυσὸ ποτήρι καὶ μέθυσε ᾿ς τῆς δόξης σου τὸ μέγα πανηγύρι Ι. Πολέμ., ᾿Αλάβαστρ., 19. Ἡ σημ. καὶ εἰς Λίβιστρ. καὶ Ροδάμν., ἔνθ’ ἀν «εἶχεν ἐκεῖνο χάριταν καὶ αὐτὸ παρηγορίαν, | ἐκεῖνο διὰ τὰ δέντρα του, τὰ ἄνθη καὶ τὰς βρύσεις, | καὶ αὐτὸ διὰ τὸ καθάριον καὶ τὸ γλυκύποτον του». β) Γλυκύς, ἡδύς πως Μακεδ. (Βλάστ. Θεσσαλον.) Πόντ. (Οἰν. Χαλδ.): Γλυκπχου κρασὶ Βλάστ. Γλυκόποτο νερὸ Οἰν. γ) Μεταφ., ὁ εὐχάριστος, τερπνὸς Γ. Βλαχογιάνν., Λόγ. καὶ ἀντίλ., 131: ᾿Εγὼ πιστός της θέλησα νὰ μπῶ· μερίδιˬο ᾽νά χω ἀπὸ τὰ φίλτρα τὰ γλυκόπιˬοτά της. 2) ᾿Επὶ καπνοῦ, ὁ ἐλαφρὸς κατὰ τὸ κάπνισμα Λεξ. Μπριγκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/