γλυκοπλημμυρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοπλημμυρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοπλημμυρίζω Ν. Ἑστ. 24 (1938), 895.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. πλημμυρίζω.

Σημασιολογία

Μεταφ., πλημμυρῶ διὰ πράγματος προκαλοῦντος οἱονεὶ αἴσθημα γλυκύτητος, ἡδονῆς: Ποίημ: Ὅσο μὲ τὴν ἀγάπη σου μὲ γλυκοπλημμυρίζεις, καὶ σὰν ἀχτίδα λάμπει αὐτὴ βαθιˬά μου, δική σου θά ’ναι κ᾽ ἡ ψυχή μου κ’ ἡ καρδιˬά μου

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/