δάχτυλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δάχτυλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δάχτυλο τό, δάχτυλος Θήρ. Κεφαλλ. Κρήτ. (Μελιδόν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Τριφυλ.) Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) Ρόδ. - Ν. Κοτσοβίλ., Ἐξαρτ. πλοίων, 128 δάχτ᾿λος Λευκ. δάχτυλους Μακεδ. (Μελέν.) δάχτ᾿λους Λέσβ. δάχ᾿λος Ἤπ. (Παλάσ. Χιμάρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) δάυλε Τσακων. (Μέλαν. Πραστ.) δάελε Τσακων. (Πραστ.) ᾿άχτυλος Κάρπ. δάκτυλον Κύπρ. δάχτυλον Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) δάχτυλο κοιν. δχτυλο Τσακων. (Βάτικ.) δάχτουλο Αἴγιν. δάχτυλου Θεσσ. Μακεδ. (Βλάστ. Σέρρ.) δάχτ᾿λο Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἤπ. (Κόνιτσ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αὐδήμ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Δεσφίν.) δάχτ᾿λου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. δάχ᾿λον Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ.) δάχ᾿λο Ἤπ. (Ἰωάνν.) Θρᾴκ. (Μέτρ. Τσακίλ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.) δάχ᾿λου Ἁλόνν. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Ἀνατ. Δομοκ. Τρίπερ.) Θρᾴκ. (Διδυμότ. Σουφλ.) Μακεδ. (Βελβ. Βόιον Καταφύγ.) Σκόπ. Στερελλ. (Φθιῶτ. Παρνασσ.) δάθτυλο Καλαβρ. (Ροχούδ. Χωρίο Ροχούδ.) δάστυλο Καλαβρ. (Μπόβ.) δάττυλο Καλαβρ. (Γαλλικ. Χωρίο Βουν.) dάτ-τυλο Ἀπουλ. (Καλημ.) dάφτυλο Ἀπουλ. τάφτυλο Ἀπουλ. κάφτυλο Ἀπουλ. (Κοριλ.) κάτ-τυλο Ἀπουλ. (Κοριλ.) γάφτουλο Κάλυμν. λάχτυλο Καππ. (Μαλακ.) δάχτυλε τό, Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) δχτυλε τό, Τσακων. (Βάτιχ. Χαβουτσ.) δαχ᾿λὸ Παξ. Πληθ. δαχτυλιˬοὶ Ἤπ. (Βούρμπιαν.) Γεν. τοῦ δαχτύλωνε Κεφαλλην. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. δάκτυλος. Τὸ οὐδ. δάχτυλο ἐκ τοῦ κατὰ μεταπλασμὸν πληθ. δάκτυλα ἤδη παρὰ Θεοκρ. 19,3 καὶ Ἀνθολ. Παλατ. 9, 365. Πβ. Εὐσταθ. 811, 11 «... κατὰ γένους μεταπλασμόν, ὁποίου τρόπου ἐστὶ καὶ τὰ δάκτυλα καὶ τὰ ταρσὰ καὶ τὰ λύχνα …». Βλ. καὶ Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,52 Μ. Φιλήντ. Γλωσσογν., 3,14.
Σημασιολογία
1) Ὁ δάκτυλος τῆς χειρὸς ἢ τοῦ ποδὸς κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) Καππ. (Μαλακοπ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ.): Μικρὸ-μεγάλο-χοντρὸ-ψιλὸ-κοντὸ-μακρὺ δάχτυλο. Ἔκοψα τὸ δάχτυλό μου. Χτύπησα τὰ δάχτυλά μου. Τρύπησα τὸ δάχτυλό μου μὲ τὴ βελόνα. Πρήστηκε τὸ δάχτυλό μου κοιν. Ἀπὸ δαχτυλάκι μέχρι δάχτυλο εἶναι μιὰ πιθαμὴ Τῆν. (Πύργ.) Στούμπ᾿σα τοὺ δάχ᾿λου μ᾿ μὶ τοὺ σφ᾿ρὶ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἔκουψα τὰ δάχ᾿λα μ᾿ μὶ τοὺ σ᾿γιˬὰ αὐτόθ. Θὰ βράσου νιρὸ νὰ ζιˬουματίσου τοὺ δάχτ᾿λου μου, ἔβγανα τρουϋρίστρα Εὔβ. (Στρόπον.) Μὲ πουνάει τοὺ μεγάλου δάχτ᾿λο μ᾿ Εὔβ. (Ἄκρ.) Μὲ πονεῖ ὁ δαχ᾿λος Ἤπ. (Χιμάρ.) ᾿Κεῖν᾿ τοὺ πιδάκ᾿ βύζινι τἀ δάχ᾿λα τ᾿ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Χουρτάρ᾿ χουντρὸ ᾿σὰν τοὺ δάχ᾿λου εἶν᾿ οὑ λύκους (= τὸ φυτὸν Ἐπίθυμον) Στερελλ. (Ἀράχ.) Τέντουσι τὰ δάχ᾿λα σ᾿ νὰ ἰδοῦ τὶ ἔ᾿ς ᾿ς τοὺ ᾿πλουχέρ᾿ σ᾿ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Κύ᾿σι μιˬὰ πέτρα κὶ μὶ σακάτιψι τοὺ δάχ᾿λου μ᾿ Θεσσ. (Ζαγορ.) Δὲν ἔ᾿ καλὰ δάχ᾿λα ἡ νύφ᾿ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μεσινὸ δάχτυλο (= ὁ μέσος δάκτυλος) Μέγαρ. Μεγάλο δάχτ᾿λο (= ὁ ἀντίχειρ) Ἤπ. (Κόνιτσ. κ.ἀ.) Βασιλικὸ δάχτυλο (= ὁ ἀντίχειρ) Ὄφ. Τοὺ πρῶτου δάχτυλου (= ὁ ἀντίχειρ) Δαρδαν. Μπροστινὸ δάχτυλο (= ὁ δείκτης) Τὸ χοντρὸ δάχτυλο (= ὁ ἀντίχειρ) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἔβαλε τὰ δάφτυλα ταὶ ἐτηgανίστησ-σα (ἔβαλε τὰ δάκτυλα καὶ ἐτηγανίσθησαν) Χωρίο Βουν. Τοῦ ἐέβησ-σα τὰ νύχιˬα τέσ-σερα δάφτυλα μακρύα (ἐέβησ-σα= ἐξέβησαν, ἐμεγάλωσαν) αὐτόθ. Βάντε ᾿τανι ᾿ς τὸ δάχτυλε τὸ δαχτυλίδ᾿ (ἔβαλαν εἰς τὸ δάκτυλο τὸ δακτυλίδι) Χαβουτσ. Ἔκόλε τὸ ἀτὲ δάυλε (ἔκοψε τὸ μεγάλο δάχτυλο) Πραστ. Ἔνα δάυλε ἁψεότερα (ἕνα δάκτυλο ὑψηλότερα) αὐτόθ. Δύ᾿ δάύοι ὕο (δύο δάκτυλα νερὸ) αὐτόθ. Φιλοῦσ᾿ τὰ δάχ᾿λα τ᾿ κὶ τοὺς τ᾿ ἄνοιγι σ᾿ ἀμοῦντζις (ἐκ διηγήσ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) Ἡ γυναῖκα του κάθε βράδυ τοῦ ἔρρινε κἄπο͜ιο ματζούνι, τὸν ἔβαζε ᾿ς τὸν ὕπνο καὶ τοῦ ρουφοῦσε τὸ δάχτυλο (ἐκ παραμυθ.) Ἤπ. (Μαργαρίτ.) || Φρ. Τὸν παίζει ᾿ς τὰ δάχτυλα (τὸν ἔχει τελείως ὑποχείριον) χοιν. Τὸ ξέρει ᾿ς τὰ δάχτυλα (συνήθως ἐπὶ μαθήματος μεταξύ μαθητῶν, τὸ γνωρίζει καλῶς) κοιν. Μετριˬοῦνται ᾿ς τὰ δάχτυλα (εἶναι ἐλάχιστοι) κοιν. Δὲ μυρίστηκα τὰ δάχτυλά μου (δὲν ἠδυνάμην νὰ μαντεύσω) κοιν. Εἶναι νὰ γλείφῃς τὰ δάχτυλά σου (ἐπὶ ἐδέσματος λίαν εὐγεύστου) κοιν. Κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸ δάχτυλό του (ἐπὶ τῶν ματαίως προσπαθούντων νὰ ἀποκρύψουν πράξεις ἢ ἐνεργείας μὴ δυναμένας νὰ συγκαλυφθοῦν ) κοιν. Ἔβαλε τὸ δάχτυλό του (συνήθως ἐπὶ ἐπεμβάσεως δυσμενοῦς) κοιν. Συνών. φρ. ἔβαλε τὴν οὐρά του. Τοῦ βάζω δάχτυλο (τὸν καταδακτυλίζω) πολλαχ. Τὸν δείχνουν μὲ τὸ δάχτυλο (ἐπὶ διαπρέποντος, ὅσον καὶ ἐπὶ κακοῦ ἀνθρώπου) κοιν. Ἔμεινε μὲ τὸ δάχτυλο ᾿ς τὸ στόμα (δι᾿ ἀπογοήτευσιν) Σάμ. χ.ἀ. Τὴν ἄφ᾿κι μὶ τοὺ δάχ᾿λου ᾿ς τοὺ στόμα (πάμπτωχον) Θεσσ. (Ἀνατ.) κ.ἀ. Βυζαίνει τὰ δάχτυλά του (ἔχει κρίσιν νηπίου) Πελοπν. (Αἴγ. Λάστ.) κ.ἀ. Θεοῦ δάχτυλον ἔτον (θεία ἐνέργεια) Πόντ. Ἔχ᾿ δάχτυλον (ἀνεμίχθη) Χαλδ. Λεί᾿ τὸ δάχτυλον (ἔχει κάποιον ὄφελος) αὐτόθ. Πότι δάχ᾿λου, πότι χέρ᾿ (ἐπὶ ὀκνηρῶν, οἱ ὁποῖοι προσποιοῦνται ὅτι τοὺς πονεῖ ἄλλοτε τὸ δάχτυλον καὶ ἄλλοτε τὸ χέρι) Στερελλ. (Γραν.) Τέντωσε τὰ δάχτυλά σου (φασκέλωσε καὶ φύγε· ἐπὶ ἀπογοητεύσεως) Πελοπν. (Δημητσ.) Ἔχει μακρυˬὰ δάχτυλα (εἶναι κλέπτης) Κρήτ. (Χαν.) ᾿Σ τὰ δέκα δάχτυλά σου κεριˬὰ ν᾿ ἀνάψω, δὲν εὐχαριστε͜ιέσαι (ἐπὶ τοῦ μὴ ἱκανοποιημένου ἐξ οἱασδήποτε ἐξυπηρετήσεως) Κωνπολ. Βγάνουμε δάχτυλα (τρόπος καθ᾿ ὅν δι᾿ ἐπαλλάξεως δακτύλων ὁρίζεται ἐν παιδιαῖς ποῖος θὰ παίξῃ πρῶτος, δεύτερος κ.ο.κ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) || Παροιμ. φρ. Ἔβγαλε τὰ μάτιˬα του μὲ τὰ ἴδιˬα του τὰ δάχτυλα (κατεστράφη ἐξ ἰδίας ὑπαιτιότητος) Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) Δὲ μπορῶ νὰ κόψω τὸ δάχτυλό μου (δὲν ἠμπορῶ νὰ κάμω τὰ ἀδύνατα δυνατὰ) Πελοπν. (Μελιγαλ.) || Παροιμ. Πο͜ιὸς ἀγγίζει τὸ μέλι καὶ δὲ γλείφει τὰ δάχτυλά του; (πᾶς τις ἐπωφελεῖται τῶν περιστάσεων πρὸς ἴδιον ὄφελος) συνήθ. Ὅλα τὰ δάχτυλα δὲν εἶναι ἴσα (ὑπάρχει πάντοτε διάκρισις ὡς πρὸς τὴν ἐκτίμησιν τῶν οἰκείων προσώπων) κοιν. Ἂν δώσῃς τὸ δάχτυλό σου, σοῦ παίρνουν τὸ χέρι (δὲν πρέπει νὰ δίδωμεν ἀφορμὴν εἰς τοὺς θρασεῖς) Κεφαλλ. Πβ. την Βυζαντ. «εὐήθει δάκτυλον μή δείξῃς, ἵνα μὴ καὶ τὴν παλάμην καταπίῃ» Ν. Πολίτ., Παροιμ. 1,85. Κιˬ ἂν ἔπεσαν τὰ δαχτυλίδιˬα, τὰ δάχτυλα μείνανε (οἱ ἱκανοὶ καὶ ἂν δυστυχήσουν, δὲν χαταστρέφονται) Πελοπν. (Δημητσ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Βρωμᾷς δὲ βρωμᾷς, δάχτυλο, δικό μου εἶσαι (δὲν δυνάμεθα νὰ ἀπαρνηθῶμεν τὰ ἡμέτερα, οἱαδήποτε καὶ ἂν εἶναι) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ὅπο͜ιος κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸ δάχτυλό του φαίνεται ὅλος (ἐπὶ τῶν προσπαθούντων νὰ συγχαλύψουν πράξεις ἀσυγχαλύπτους) Ι. Βενιζ. Παροιμ.2, 213. 536. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. || Γνωμ. Ὅλα τὰ δάχτυλα δὲν εἶναι ἴσα (δὲν εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἴσοι, οὔτε χαίρουν τῆς αὐτῆς ἐκτιμήσεως) κοιν. Πο͜ιὸ δάχτυλό σου νὰ κόψῃς καὶ νὰ μὴν πονέσῃς; (ἡ λύπη τῶν γονέων διὰ τὴν ἀπώλειαν οἱουδήποτε τέκνου των εἶναι ἡ αὐτὴ) σύνηθ. Κάλλιˬα νὰ εἴμαστι καλουνουματισμέν᾿ πέριξ νὰ μᾶς δείχ᾿ν μὶ τοὺ δάχ᾿λου (προτιμοτέρα ἡ καλὴ τῆς κακῆς φήμης) Μακεδ. (Θεσσαλον.) || Αἴνιγμ. Πέντε κεφαλές, τέσσερες ἀναπνοές, χέριˬα πόδιˬα εἴκοσι, δαχτύλους ἑκατὸ (ὁ νεκρός, τὸν ὁποῖον βαστάζουν τέσσαρες νεκροθάπται) Πελοπν. (Δίβρ.) Τὸ αἴνιγμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. || ᾌσμ. Τὰ δάχτυλά σου ᾿ναιν gεριˬά, τὰ μbράτσα σου λαμbάδες, τὸ στῆθος -σ᾿ ἅγιˬα Τράπεζ-ζα, ποὺ λουτρουγοῦμ bαππᾶδες Μεγίστ. Σέρνει ἀρραβῶνες δώδεκα καὶ δαχτυλίδιˬα πέντε, ᾿ς τὸν ἀκρινὸ τὸ δάχτυλο σέρνει χρυσῆ ἀρραβῶνα Μακεδ. (Βόιον). Γιˬὰ ἰδὲς κορμὶ γιˬὰ καμουχᾶ καὶ μέση γιˬὰ βελοῦδο καὶ δάχτυλα μασουρωτὰ γιˬὰ βεργοδαχτυλίδιˬα! Ἰθάκ. Τὸ δαχτουλίδι ἔβγαλε ἀπὸ τὸ δάχτουλό της, πού ᾿χε τριγιˬούρω μάλαμα τσαὶ μέσα τὸ φαρμάτσι Αἴγιν. Τὰ εἴκοσί μου δάχτυα χεριˬῶ gαὶ ποδαριˬῶ μου, ὅλα μοῦ σκαdαλίζουdαιν, ὅdε σὲ βλέπ᾿ ἀbρός μου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὰ εἴκοσί μου δάχτυλα, ποὺ ᾿ρίζ-ζουν τὸ κορμίμ μου, οἱ bάλ-λες νὰ τὰ φάουσι, ἂσ σ᾿ ἀρνηστῶ, πουλλίμ μου Κάλυμν. Καὶ ρίξαν καὶ μὲ λάβωσαν ᾿ς τὸ πόδι καὶ ᾿ς τὸ χέρι καί ᾿ς τὸ μικρό μου δάχτυλο, πού ᾿χα τὴν ἀρραβῶνα Στερελλ. (Ἄμφ.) Κατέβηκε μιˬὰ πέρδικα νὰ βρέξ᾿ τὰ δάχτυλά της, καὶ βρέχει τὸν ἀφέdη της, τὸν πολυχρονεμένο Ἤπ. (Μαργαρίτ.) || Ποίημ. Σοῦ ᾿λθε ἐμπρὸς λαμποκοπῶντας ἡ θρησκεία μ᾿ ἕνα σταυρὸ καὶ τὸ δάχτυλο κινῶντας ὅπου ἀνεῖ τὸν οὐρανὸ Δ. Σολωμ., 19. β) Ὁ ἀντίχειρ Κρήτ. (Μελιδόν. κ.ἀ.) Λευκ. Ρόδ. Συνών.1 εἰς λ. δαχτυλομάννα. 2) Μικρὰ ποσότης πράγματος ἔχουσα ὕφος, πάχος ἢ πλάτος τὸ πάχος δακτύλου κοιν. καὶ Πόντ. Τσακων.: Ἕνα δάχτυλο νερὸ - κρασὶ - λάδι. Χοντρὸ ἴσαμ᾿ ἓνα δάχτυλο. Ἡ σούπα ἦταν πολὺ παχε͜ιά, ἓνα δάχτυλο τὸ λίπος. Δὲ χάλασε ὁ κόσμος, ἂν πιῇς καὶ δυˬὸ δάχτυλα κρασὶ κοιν. Ἕνα δάχ᾿λο κρασάτσι Στερελλ. (Δεσφ.) Ἕνα δάχτυλο τὸ χόdρο Ζακ. Ἕναν δάχτυλον νερὸν Πόντ. Δύ ᾿δατύοι ὕο (δύο δάκτυλα νερὸ) Τσακων. || Παροιμ. φρ. Δάχτυλο ᾿ς τὸ πήδημα, τρίχα ᾿ς τὸ λιθάρι (νικητὴς θεωρεῖται ὁ ὑπερβάλλων τοὺς ἄλλους ἔστω καὶ κατ᾿ ἐλάχιστον) Πελοπν. (Μάν.) || ᾌσμ. Κιˬ οὕλοι μονοσυνάγονται, κιˬ οὕλοι τὸ δοκιμάζουν, κ᾿ ἕνας τὸ παίρνει δάχτυλο, κιˬ ἄλλος μούτε καθόλου (τὸ μάρμαρον, τὸ δοκίμιν τῆς ἀγάπης) Ν. Πολιτ., Ἐκλογ., 109. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Ἐρωτοπαίγν., στ. 444 (ἔκδ. Hesseling-Pernot, σ. 38) «διὰ νὰ εὕρω δάκτυλον χαρτὶν καὶ κοντυλιὰν μελάνι». 3) Μονὰς μήκους ἰσοδυναμοῦσα πρὸς τὸ 1/12 ἀγγλικοῦ ποδὸς Κύπρ. Χίος - Ν. Κοτσοβίλ., Ἐξαρτ. πλοίων, 128. Ἡ σημ. ἤδη Ἑλληνιστ. βλ. Ἥρων., Περὶ μέτρ., 308 «πάντων τῶν μέτρων ἐλαχιστότερόν ἐστι δάκτυλος, ὅστις καὶ μονάς καλεῖται· διαιρεῖται δἐ ἔσθ᾿ ὅτε μὲν γὰρ καὶ εἰς ἥμισυ καὶ τρίτο καὶ λοιπὰ μόρια». 4) Εἶδος κεντήματος Κύπρ. 5) Κατὰ πληθ. συνήθως οἱ δαχτύλοι, γλύκυσμα ἐξ ἀμυγδάλων, σακχάρεως καὶ ἀνθονέρου Θήρ. Συνών. σκαλτσούνι. 6) Εἶδος ἄρτου ἐκ σίτου, φέροντος εἰς τὴν ἐπιφάνειαν κόκκους σησάμου, τὸν ὁποῖον προσκομίζουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἀντὶ κολλύβων, κατὰ τὴν Μεγάλην Ἐβδομάδα καὶ τὴν Διακαινήσιμον Κύπρ. 7) Εἶδος σταφυλῆς ὑπὸ τὴν ἐπωνυμίαν τῆς Παναγιᾶς τὰ δάχτυλα, ἐχούσης ρᾶγας ἐπιμήκεις ἐνιαχ. 8) Εἶδος ἐδωδίμου χόρτου, γνωστοῦ ὑπὸ τὴν ἐπωνυμίαν τῆς Παναγίας τὰ δάχ᾿λα πιθανῶς τὸ φυτὸν Τεύκριον τὸ πόλιον (Teucrium polium) τῆς οἰκογ. τῶν Χειλανθῶν (Labiatae) Θρᾴκ. (Μέτρ.) κ.ἀ.: Γιˬομίζ᾿νε οἱ κάb᾿ ἀγριολούλ᾿δα, παπαροῦνες, μαυροκούκκιˬα, θροῦbο, μολόχες τ᾿ς Παναγίας τὰ δάχ᾿λα καὶ τόσα ἄλλα λουλούδιˬα Μέτρ. 9) Τὸ ἀνδρικὸν μόριον Πόντ. (Τραπ.) 10) Τὸ θαλάσσιον μαλάκιον Σωλὴν ὁ σωληνοειδὴς (Solen vagina) τῆς οἰκογ. τῶν Σωληνιδῶν (Solenidae) Κεφαλλ. - Λεξ. Αἰν. Δημητρ. Συνών. δάχτυλας 3, δαχτύλι 3, σωλῆνας. 11) Εἶδος παιδιᾶς ὑπὸ τὴν ἐπωνυμίαν τὰ πέντε δάχτυλα, καθ᾿ ἢν οἱ παίζοντες ἀνοίγουν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους πέντε λακκίσκους, ἕκαστος τῶν ὁποίων φέρει ἀνὰ ἕνα ἀριθμὸν ἀπὸ τὸ 1 μέχρι τὸ 5. Ἐξ ἀποστάσεως, ἣν ὁρίζει χαραχθεῖσα γραμμή, ρίπτουν ἕκαστος τὴν διμάδα του, ἥτοι τὸν δισκοειδῆ λίθον, πρὸτοὺς λακκίσκους, λαμβάνει δὲ ἕκαστος τῶν παικτῶν τὰς μος νάδας τοῦ λακκίσκου εἰς τὸν ὁποῖον φθάνει ἡ ἀμάδα. Ὁ συγκεντρώνων 20 μονάδας νικᾷ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA