αὐλαία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλαία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αὐλαία ἡ, Πόντ. (Ὄφ.) αὐλα͜ιὰ Θρᾴκ. (Καλλίπ.) Μακεδ. (Ἀρν.) αὐλ Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Σινώπ. Τραπ.) αὔλ Πόντ. (Ἴμερ. Κρώμν. κ.ἀ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. αὐλαία. Πβ. Εὐσταθ. Ἰλ. 84, 2 «τὴν ἅμαξαν κατὰ παραγωγὴν ἁμαξαίαν φασὶ καὶ τὴν αὐλὴν αὐλαίαν καὶ τὴν προνομὴν προνομαίαν».
Σημασιολογία
Ἡ αὐλὴ τῆς οἰκίας ἔνθ’ ἀν.: Ἔρθε εἷς ἄθρωπος ταὶ στέτ’ ’ς σὴν αὐλαία Ὄφ. Ἔρθε τὸ ζῷ σουνα ’ς σὴν αὐλαία μουνα αὐτόθ. Ἡ γυναῖκα ’τ’ ἐντῶτε τὸ στύλλο ἀσ’ σὴν αὐλαία (ἐκ παραμυθ. ἐντῶτε=ἐξεδίωξε) αὐτόθ. || Παροιμ. Ἀπὸ τὸν κῆπο σου νερὸ κιˬ ἀπ’ τὴν αὐλ σου χιˬόνι (ὁ μέλλων νὰ νυμφευθῇ πρέπει νὰ ἐκλέγῃ σύζυγον ἐκ τῶν ἐγγὺς καὶ ἄρα γνωρίμων εἰς αὐτὸν γυναικῶν) Σινώπ. || ᾌσμ. καὶ τρῶνε τὸ σιτάρι μου καὶ πίνουν τὸ νερό μου καὶ μὲ τὰ δυˬὸ ποδάριˬα των σκαλιζουν τὴν αὐλαι͜ά μου (ἐνν. τὰ περιστέρια) Καλλίπ. Παρακαλῶ σε, κόραον, ’ς σὴν αὐλ σ’ ἐμὲν θάψον Κρώμν. Ἄλλο ’ς σ’ ὁσπίτι σ’ κ’ ἔρχουμαι, ’ς σὴν αὔλ σ’ ’κὶ δβαίνω, ἄλλεν κόρην ἐγάπεσα, ἐσὲν θ’ ἀπιδβαίνω (θὰ ἐγκαταλείψω) Κρώμν. Ἀκεῖ ’ς σὸ πέραν τὸ ραίν, ’ς σ’ ἄλλο ἐπεκειμέρι, ’ς σοῦ πεθεροῦ μου τὴν αὐλα͜ιὰν μέγαν κλαηˬμὸς ἐξέβεν Χαλδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. αὐλὴ (Ι) 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA