αὐλακεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλακεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αὐλακεˬὰ ἡ, αὐλακέα Κύθηρ. αὐλακεˬὰ κοιν. αὐλατσέα πολλαχ. αὐλατσὰ Στερελλ. (Δεσφ.) αὐλατὰ Κύπρ. αὐλατσία Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) αὐατζία Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. αὐλάκι καὶ τῆς καταλ. -εˬά.
Σημασιολογία
1)Ἡ ἐφάπαξ διὰ τοῦ ἀρότρου σχηματιζομένη ἐν τῷ ἀγρῷ αὖλαξ εἴτε πρὸς ἄροσιν εἴτε πρὸς διοχέτευσιν τῶν ὑδάτων κοιν. καὶ Τσακων.: Ἀνοίγω-κάνω-κόβω-τραυῶ αὐλακεˬὰ ἢ αὐλακεˬὲς κοιν.: Δὲ βγά’ αὐλακεˬὰ τοὺ βόιδ’, εἶνι ἀδύνατου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἀνοίντου αὐατζίε (ἀνοίγω αὐλακεˬὲς) Τσακων. || Φρ. Καλὴ αὐλακεˬά! (εὐχὴ πρὸς γεωργὸν=καλὴν ἀπόδοσιν νὰ ἔχῃ ἡ καλλιέργεια!) Κίμωλ. Κάνει αὐλακεˬὲς μὲ τὴ μύτι (ἐπὶ μεθύοντος, ὅτι ὑπὸ τῆς μέθης πίπτει πρὸς τὰ ἐμπρὸς πρηνὴς) Κρήτ. || Παροιμ. Καλὸν σασμὸν ’ς τὴν αὐλακεˬὰ λόγιˬα νὰ μὴ σοῦ φέρῃ (διὰ τὴν σημ. ἰδ. αὔλακας 2) || Αἴνιγμ. Ὁ γιˬός μ’ ὁ Κοντοθόδωρος ’ς τὴν αὐλακεˬὰ κιˬουμᾶται (τὸ χτένι τὸ ὁποῖον χώνεται ἐντὸς τῆς κόμης) Πελοπν. (Μάν.) || ᾌσμ. Ἤφηκα τὰ βουδάκιˬα μου ’ς τὴν αὐλακεˬὰ ζεμένα Πελοπν. Ἀν-νοίασιν τὲς αὐλατὲς ταὶ μέσα τὸν ἐχῶσαν Κύπρ. Μὰ πῶς μοῦ λές, Χαρόντισσα, νὰ κάτσω νὰ δειπνήσω ποῦ ’φηκα τὸ ζευγάρι μου ’ς τὴν αὐλακεˬὰ ζεμένο; Νάξ. (Ἀπύρανθ.) 2)Ἡ ἐν τοῖς κήποις ὡρισμένη λωρὶς ἐδάφους ἐντὸς τῆς ὁποίας φυτεύουν διάφορα φυτά, κηπευτικὰ σύνηθ.: Μιˬὰ αὐλακεˬὰ μελιτζάνες. Δυˬὸ αὐλακεˬὲς ντομάτες σύνηθ. || Παροιμ. Θεέ μου, βρέξε ’ς τὴν αὐλακεˬά μου γιˬὰ νὰ γίνουν τὰ κουκκιˬά μου! (ἐπὶ ἰδιοτελῶν καὶ φιλαύτων) Ἀθῆν. Συνών. ἀλία 1, αὐλάκι 5. 3)Τμῆμα ἀγροῦ ὁριζόμενον δι’ αὐλακώσεως κατὰ τὴν σπορὰν πολλαχ.: Χωράφι μιˬὰ αὐλακεˬὰ-δυˬὸ αὐλακεˬὲς κττ. πολλαχ. Οὑ γεˬουργὸς κόβ’ τ’ς αὐλακεˬὲς μπρουστὰ μὶ τὰ βόιδιˬα κιˬ ἀπουκουντὰ ρίχ’ σπόρου ἕνα πιδὶ Αἰτωλ. Νιˬὰ αὐλακεˬὰ χουράφ’ ἔχου ἀκόμα ἀκάμουτου αὐτόθ. Ἔσπειρα τρεῖς αὐλακεˬὲς Ρόδ. Δὲ μᾶς ἀφήσανι νὰ κάμουμι νιˬὰ αὐλακεˬὰ χουράφ’ Εὔβ. (Στρόπον.) || Φρ. Δὲν ἔχει μιˬὰ αὐλακεˬὰ χωράφι (ἐπὶ πενεστάτου) Πελοπν. 4)Οἱαδήποτε αὐλάκωσις ἢ αὐλακοειδὴς γλυφή, οἷον ἐπὶ τοῦ προσθίου ἀντίου, ἔνθα εἰσχωρεῖ ὁ λεπτὸς κοντός, εἰς τὸν ὁποῖον προσδένεται ὁ στήμων Ρόδ. Πελοπν. (Κορινθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA