δαχτυλοσμίγω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαχτυλοσμίγω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
δαχτυλοσμίγω Ι. Πολέμ., Σπασμέν. μάρμαρ, 133.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάχτυλο καὶ τοῦ ρ. σμίγω.
Σημασιολογία
Συμπλέκω τὰ δάκτυλα τῶν δύο χειρῶν: Ποίημ. Ξάφνω τὰ χέρια ἐδαχτυλόσμιξε, σήκωσ᾿ ἀπάνω τὸ κεφάλι, κἄτι ἐψιθύρισε στενάζοντας καὶ τὸ κατέβασε καὶ πάλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA