αὐλακιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐλακιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

αὐλακιˬάζω Κάρπ. Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) Κῶς Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. αὐλακιˬάζου Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. Μακεδ. αὐλατιˬάζω Σῦρ. (Γαλισ.) κ.ἀ. ’βλακιˬάζω Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. αὐλάκι ἢ αὐλακεˬά.

Σημασιολογία

1)Ὀρύσσω αὔλακα διὰ τοῦ ἀρότρου ἢ τῆς σκαπάνης χάριν τῆς ροῆς τῶν ὑδάτων ἔνθ’ ἀν.: Αὐλακιˬάζω τὸ χωράφι νὰ φεύγῃ τὸ χειμῶνα τὸ νερὸ Κρήτ. β)Χωρίζω ἔκτασιν δι’ αὔλακος Εὔβ. (Στρόπον.) γ)Ἀρχίζω τὴν ἄροσιν Εὔβ. (Στρόπον.): Ὅ,τι αὐλάκιˬαζα ἦρθαν κὶ μὶ φώναξαν. 2)Διοχετεύω δι’ αὔλακος Πόντ. (Σαντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Αὐλακˬιάζω τὸ νερόν. 3)Καθαρίζω, διασκευάζω, ἐπιδιορθῶ τὴν αὔλακα πρὸς εὔκολον ροὴν τῶν ὑδάτων Κάρπ. Πόντ. (Ὄφ.): Εὐλατσα τ’ αὐλάτ’ νὰ τρέ’ τὸ νερὸ Ὄφ. Συνών. ἀγλαφζω. 4)Κατασκευάζω αὐλάκιˬα ἐν κήπῳ κττ., εὐθετῶ τὸ ἔδαφος εἰς πρασιὰς Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πόντ. (Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ.: Εὐλάκιˬασα τὸ χωράφιν νὰ τὸ φυτέψωμεν Ρόδ. Εὐλάκιˬασα τὸ κεπὶν Κρώμν. Τραπ. Χαλδ. 5)Φυτεύω εἰς τὸ αὐλάκι, εἰς τὴν πρασιὰν Μακεδ. (Βογατσ. Καστορ.): Αὐλακιˬάζου τοὺ καλαμπού’-τὰ λάχανα- τοὺ σέ’νου κττ. 6)Κάμνω νὰ σχηματισθοῦν ρυτίδες, ρυτιδῶ Μακεδ. (Βογατσ.): Τοὺν αὐλάκιˬασι ἡ ἀρρώστιˬα-ἡ δυστυχία. Πβ. αὐλακίζω, αὐλακοκόβω, αὐλακώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/