γλυκοπώρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοπώρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γλυκοπώρα ἡ, Ε. Ρένος εἰς Ἀνθολογ. Η. ’Αποστολίδ., 384.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. ὀπώρα.

Σημασιολογία

Γλυκεῖα ὀπώρα: Ποίημ. Λειˬμόνιˬα, μανταρίνιˬα, πορτοκάλλιˬα, κοφίνιˬα γλυκοπῶρες φορτωμένη ἡ σκούνα, ἀπὸ μακριˬὰ ταξιδεμένη, ἄραξε μέσ᾿ ’ς τὸ πόρτο ἀγάλι’ ἀγάλιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/