αὐλακίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλακίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
αὐλακίζω ἀμάρτ. αὐλακίζου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. αὐλακίζω.
Σημασιολογία
Ὀρύσσω αὔλακας. Πβ. αὐλακιˬάζω, αὐλακοκόβω, αὐλακώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA