αὐλακολόγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐλακολόγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

αὐλακολόγος ὁ, Χίος κ.ἀ. αὐλακουλόγους Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. αὐλάκι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -λόγος, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθην. 22 (1910) 247 καὶ 29 (1917) 186.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἐργάτης ὅστις ἰσοπεδώνει τὰς αὔλακας τὰς σχηματιζομένας κατὰ τὴν ἄροσιν Χίος κ.ἀ. Συνών. ἀξινορυγᾶς. 2)Ὁ ἐπιμελούμενος τῆς κοινῆς πρὸς ἄρδευσιν αὔλακος, ὑδρονόμος Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. Συνών. αὐλακάρις, αὐλακιˬάρις, αὐλακονόμος, νερολόγος, νεροκόπος, νεροκράτης, νεροφύλακας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/