αὐλακόνερον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐλακόνερον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

αὐλακόνερον τό, Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. αὐλάκι καὶ νερόν.

Σημασιολογία

Ὕδωρ τῆς αὔλακος κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ πηγαῖον: Τὸ μωρὸν ἔπεν αὐλακόνερον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/