γλωσσοφάγι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσοφάγι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλωσσοφάγι τό, ἀμάρτ. Πληθ. γλωσσοφάγιˬα Πελοπν. (Ἀναβρ. Βάλτ. Λιγουρ. Μαργέλ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀορ. γλωσσόφαγα.

Σημασιολογία

Γλωσσοφαγιˬά 3, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ’ ἀν.: Ὅταν τὸ ξύλο βουΐζῃ ’ς τὴ φωτιˬά, ἔχομε γλωσσοφάγιˬα Ἀναβρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/