γλυκόροβο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκόροβο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλυκόροβο τό, Λεξ. Βυζαντ. Βλαστ. 462.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ ρόβι, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ ὀρόβιον.

Σημασιολογία

Ποικιλία ὀρόβου μὲ ὑπόγλυκα σπέρματα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/